ισόμορφος

ισόμορφος
-η, -ο
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με κάποιον άλλο, ομοιόμορφος
2. αυτός που έχει διαμορφωθεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε κάποιος άλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isomorph < iso- (πρβλ. ισ(o]-) + -morph < -morphous (πρβλ. -μορφος < μορφή). Η λ. μαρτυρείται στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • Gruppentheorie-Glossar — Dieser Artikel wurde auf der Qualitätssicherungsseite des Portals Mathematik zur Löschung vorgeschlagen. Dies geschieht, um die Qualität der Artikel aus dem Themengebiet Mathematik auf ein akzeptables Niveau zu bringen. Dabei werden Artikel… …   Deutsch Wikipedia

  • πλουμπογιαροσίτης — ο, Ν (ορυκτ.) βασικό θειικό ορυκτό τού μολύβδου και τού σιδήρου, που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα και είναι ισόμορφος με τον γιαροσίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. plumbojarosite (< plumbum «μόλυβδος» + jarosite «γιαροσίτης»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”